τραφερός

τραφερός
τραφερός (τρέφω): solid, firm; as subst., ἐπὶ τραφερήν τε καὶ ὑγρήν, cf. ‘terra firma,’ Il. 14.308 and Od. 20.98.

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τραφερός — ά, όν, θηλ. και ή, Α 1. (για ψάρια) παχύς 2. (με ενεργ. σημ.) αυτός που τρέφει, που παχαίνει κάποιον άλλο 3. ξηρός («ἤθεα τραφερά» εκτάσεις ξηρής γής, Οππ.) 4. (στον Όμ.) το θηλ. ως ουσ. ἡ τραφερή (ενν. γῆ) η ξηρά, η στεριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τραφ …   Dictionary of Greek

  • τραφερά — τραφερός well fed neut nom/voc/acc pl τραφερά̱ , τραφερός well fed fem nom/voc/acc dual τραφερά̱ , τραφερός well fed fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραφερῶν — τραφερός well fed fem gen pl τραφερός well fed masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραφερόν — τραφερός well fed masc acc sg τραφερός well fed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραφεραῖς — τραφερός well fed fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραφεροῖς — τραφερός well fed masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραφεροῖσι — τραφερός well fed masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραφεροῦ — τραφερός well fed masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραφερᾶς — τραφερός well fed fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραφερᾷ — τραφερός well fed fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραφερῆς — τραφερός well fed fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”